σκεπτικός — thoughtful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπτικός — ή, ό / σκεπτικός, ή, όν, ΝΑ, και σκεφτικός, ή, ό, θηλ. και ιά, Ν [σκέπτομαι / σκέφτομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκέψη ή στον σκεπτικισμό 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σκεπτικοί (φιλοσ.) φιλόσοφοι τής αρχαιότητας, όπως ο Πύρρων ο… … Dictionary of Greek
σκεπτικά — σκεπτικός thoughtful neut nom/voc/acc pl σκεπτικά̱ , σκεπτικός thoughtful fem nom/voc/acc dual σκεπτικά̱ , σκεπτικός thoughtful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπτικώτερον — σκεπτικός thoughtful adverbial comp σκεπτικός thoughtful masc acc comp sg σκεπτικός thoughtful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπτικῶν — σκεπτικός thoughtful fem gen pl σκεπτικός thoughtful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπτικόν — σκεπτικός thoughtful masc acc sg σκεπτικός thoughtful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπτικοῖς — σκεπτικός thoughtful masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπτικοί — σκεπτικός thoughtful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπτικοῦ — σκεπτικός thoughtful masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπτικούς — σκεπτικός thoughtful masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)